Διεθνώς έχει επικρατήσει ο μάλλον αδόκιμος όρος “γυναικομαστία” για άνδρες που συνήθως αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της υπερτροφίας του λίπους και του μαζικού αδένα του στήθους και το οποίο εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εφηβείας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η γυναικομαστία δεν οφείλεται σε ορμονική διαταραχή, αλλά είναι συνέπεια κάποιας ορμονικής αστοχίας κατά την εφηβεία όταν πια ορμονικά αρχίζουν να ξεχωρίζουν τα δύο φύλα.
Φυσικά όταν πρωτοεμφανιστεί το πρόβλημα θα πρέπει να ελεγχθεί από τον ενδοκρινολόγο ώστε να αποκλειστεί πιθανό ορμονικό πρόβλημα. Πολλές φορές αγόρια που έχουν αυτό το πρόβλημα προσπαθώντας να το κρύψουν, παχαίνουν ώστε η διόγκωση του στήθους να φαίνεται σαν αποτέλεσμα του πάχους και αυτό μετά την απώλεια του βάρους προσθέτει μία επιπλέον χαλάρωση στο δέρμα. Η διόρθωση είναι χειρουργική. Ανάλογα με το ποσοστό λίπους ή μαζικού αδένα στο στήθος, προτείνεται είτε η αντιμετώπιση μέσω της λιποαναρρόφησης, είτε μέσω αφαίρεσης του μαζικού αδένα.
Χορηγείται τοπική νάρκωση ή συνδυάζεται με μέθη (sedation) και ο ασθενής παραμένει στην κλινική από μερικές ώρες έως το πολύ μία ημέρα. Η επίδεση είναι ειδική πιεστική, δεν φαίνεται από τα ρούχα και παραμένει στο θώρακα για 10 ημέρες όταν θα αφαιρεθούν και τα ράμματα. Ο θώρακας θα πάρει την τελική του μορφή σε 4-6 μήνες όταν έχουν υποχωρήσει τελείως τα οιδήματα. Οι ουλές στα περισσότερα περιστατικά χάνονται σχεδόν τελείως και δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνδρες έχουν τρίχες στο θώρακα, μπορούν μετά το εξάμηνο να εμφανιστούν χωρίς να φοβούνται ότι κάποιος θα ξεχωρίσει ίχνη της επέμβασης.
Κατά την εφηβεία περίπου το 30% των ανδρών εμφανίζουν κάποιο βαθμό γυναικομαστίας . Από αυτούς το 30% θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα και κατά την ενηλικίωση. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, γυναικομαστία μπορεί να εμφανιστεί από ορμονική δυσλειτουργία του σώματος, χρήση συγκεκριμένων φαρμακευτικών ουσιών, χρήση ινδικής κάνναβης, κλπ.
Το ποσοστό των αντρών που θα νοσήσουν από καρκίνο του στήθους, δεν συνδέεται με την ύπαρξη ή όχι γυναικομαστίας.
Η συγκεκριμένη επέμβαση μπορεί να γίνει με ασφάλεια από την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Όταν η επέμβαση γίνεται σε μικρή ηλικία, τα αποτελέσματα είναι καλύτερα, καθώς το δέρμα του ασθενούς είναι πιο ελαστικό . Επίσης, για τον έφηβο τα ψυχολογικά οφέλη είναι πολύ σημαντικά, καθώς ενισχύεται σημαντικά η αυτοπεποίθησή του.